Κρίσνα

Κρίσνα
Θεότητα του ινδουισμού. Θεωρείται αβατάρ, δηλαδή ενσάρκωση του θεού Βισνού. Ωστόσο, για πολλούς πιστούς, ο Κ. είναι ο ανώτατος θεός και σωτήρας του κόσμου, μη πεπερασμένος χρονικά και τοπικά. Σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση, ο Κ. καταγόταν από την πατριά Γιαντάβα και είχε γεννηθεί στη Ματούρα από τον Βασουντέβα και την Ντεβάκι. Θείος του ήταν ο βασιλιάς Κάμσα, στον οποίο είχε προφητευθεί ότι θα θανατωνόταν από κάποιον ανιψιό του. Ο Κάμσα διέταξε να σκοτώσουν τους έξι πρώτους γιους της Ντεβάκι, αλλά ο Κ. και ο αδελφός του Μπαλαράμα διασώθηκαν και ανατράφηκαν από τον βοσκό Νάντα. Πολύ γρήγορα φανέρωσε τη θεία του φύση, φονεύοντας τέρατα και δαίμονες και συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με τις βοσκοπούλες (γκόπι) του δάσους Βρινταβάνα, ανάμεσα στις οποίες ευνοούμενή του ήταν η Ράντα (Γκιταγκοβίντα). Μετά τον φόνο του Κάμσα, έγινε βασιλιάς των Γιαντάβα, τους οποίους έφερε στο σημερινό Γκουτζαράτ, όπου παντρεύτηκε τη Ρουκμίνι. Ο Κ. έκανε ηρωικά κατορθώματα, που αναφέρονται στη Μαχαμπαράτα, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει την ολοκληρωτική καταστροφή των Γιαντάβα. Γεμάτος θλίψη, αποσύρθηκε στο δάσος, όπου, τρωτός μόνο σε ένα μέρος του ποδιού του, όπως ο ομηρικός Αχιλλέας, τραυματίστηκε τυχαία και θανάσιμα από τον κυνηγό Τζάρας (προσωποποίηση των γηρατειών). Ο Κ. συνδύαζε τους χαρακτήρες του ήρωα-πολεμιστή και του θεού του έρωτα, ενώ ήταν ο κύριος της μπάκτι, δηλαδή της ολοκληρωτικής αφιέρωσης της ψυχής στον θεό. Υπό την ιδιότητά του αυτή, αποτελεί την κεντρική μορφή στις επτά μπαγκαβάτα της σημερινής Ινδίας. «Ο Κρίσνα και η Ράντα κουβεντιάζουν», ρατζπουτική μικρογραφία του 19ου αι. (Εθνικό Ινδικό Μουσείο, Νέο Δελχί). Παιδιά στην Ινδία ντυμένα σαν τον θεό Κρίσνα συμμετέχουν στις εκδηλώσεις για τη γέννηση του ινδουιστή θεού (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κρίσνα ή Κίστνα — (Krishna ή Kistna). Ποταμός (1.290 χλμ.) της νότιας Ινδίας. Πηγάζει από τα όρη Δυτικά Γκατς, στο κρατίδιο Καρνατάκα, και απέχει περίπου 65 χλμ. από τις ακτές της Αραβικής θάλασσας. Στα Α συμβάλλει με τον ποταμό Μπίμα και στα Δ με τον ποταμό… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βισνού — Ινδική θεότητα που κατά τις Βέδες είναι η ενέργεια που διαποτίζει το σύμπαν. Στον ινδουισμό έλαβε τεράστια σπουδαιότητα, επειδή θεωρήθηκε ο θεός που ξυπνά το σύμπαν για μια νέα ζωή στην αρχή κάθε κοσμικού αιώνα (κάλπα)ή η αρχή που συντηρεί τη ζωή …   Dictionary of Greek

  • Κορομάντελ — (Koromandel). Ανατολική ακτή των κρατιδίων Ταμίλ Ναντού και Άντρα Πραντές της νοτιοανατολικής Ινδίας, που εκτείνεται σε μήκος 644 χλμ., μεταξύ των εκβολών του Κρίσνα στα Β και του ακρωτηρίου Καλιμέρ στα Ν και βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης.… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

  • τζαγκανάτα — ο, Ν άκλ. μορφή με την οποία λατρεύεται από τους ινδουιστές ο θεός Κρίσνα στον ναό τού Πούρι στην Ορίσα, καθώς και στο Μπαλαμπχούρ, προάστιο τού Σριράμπουρ τής δυτικής Βεγγάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. jagannatha «κύριος τού κόσμου»] …   Dictionary of Greek

  • Άντρα Πραντές — (Andhra Pradesh).Ομόσπονδο κράτος (275.069 τ. χλμ., 75.727.541 κάτ. το 2001) της Ινδίας, στο κεντροανατολικό τμήμα της χερσονήσου του Ντεκάν· βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης στα Α και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Ορίσα, Μάντια Πραντές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”